τραχωματική

τραχωματική
τραχωματικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραχωματικός — ή, ό / τραχωματικός, ή, όν, ΝΑ [τράχωμα, ατος (Ι)] 1. αυτός που αναφέρεται στο τράχωμα, την πάθηση τών οφθαλμών 2. αυτός που προορίζεται για τη θεραπεία τού τραχώματος 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο τραχωματικός, η τραχωματική αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”